- σαπρόστομος
- -ον, Ααυτός τού οποίου το στόμα αναδίδει δυσάρεστη οσμή, που πάσχει από κακοσμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος, κακό-στομος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαπρόστομος — with foul breath masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)